Ὁ Σαρκαστής
Σπέρναμε χαρά πού
κερδίζαμε μέ δάνεια, μέ κλοπές
ἤ μέ
ἀγορές πανάκριβες, πού τίς ἀποπληρώναμε
ἐμπρόθεσμα
μ’
ἀκάλυπτες ἐπιταγές,
καί
στήν καρδιά μας φύτρωναν ἀστέρια
πού
φέγγανε στίς αἴθουσες τῶν πλειστηριασμῶν...
Κι
ἀρχίζουμε πορεία τσακίζοντας τούς φράχτες
σπάζοντας
τά κοτρόνια πού σκέπαζαν τό χῶμα∙
κι ὁ
τοῖχος στό τέλος τοῦ καρόδρομου
ὀρθώνεται
ἀπόρθητος βγάζοντας τή γλῶσσα του,
χαιρέκακα,
περιγελώντας τήν ἀδυναμία μας,
σαρκάζοντας
τήν ἀποκοτιά τοῦ ξεκινήματος.
Ἀπό τήν
ποιητική συλλογή Εἰρμός στήν Διαφορετικότητα